Γιατί άραγε οφείλει να ψηφίσει κανείς τους ανεξάρτητους στις Δημοτικές Εκλογές;

Δημοτικές εκλογές: το προαιώνιο δημοκρατικό δίλημμα ανάμεσα στην ισηγορία και την παρρησία αυτή τη φορά τίθεται ιδιαίτερα έντονα. Ο Φουκώ, ένας ξένος, που όμως ήξερε τη Δημοκρατία καλά, απαντά:

«Οι δοκιμασίες των συνανθρώπων μας δεν πρέπει να είναι το σιωπηρό εκχύλισμα μιας πολιτικής. Είναι αντίθετα η αιτία για να σταθούν οι υπόλοιποι όρθιοι και να απευθύνουν τον λόγο στους δημιουργούς της πολιτικής αυτής Ας ξεκινήσουμε από το γενικό προς το ειδικό, από τις ιδεολογικές ομπρέλες της πολιτικής μας παράδοσης:

Δεν είναι ανάγκη οι εκλογές αυτές να γίνουν ακόμη ένα, ετήσιο πλέον, κομματικό πανηγύρι. Οι συνδυασμοί των πολιτικών κομμάτων έχουν  χωρίς αμφιβολία αρκετούς αξιόλογους υποψηφίους. Και το έργο των προηγούμενων Δημοτικών Αρχών έχει θετικό πρόσημο, αν ακόμη διαφωνεί κανείς σε αρκετές επιλογές. Όμως οι συγκεκριμένες περιστάσεις καθιστούν αναγκαία την απεμπλοκή της τοπικής μας οργάνωσης από τους κομματικούς διορισμούς υποψηφίων και τις κομματικές πολιτικές. Όχι επειδή αυτές είναι απαραίτητα κακοπροαίρετες, αλλά επειδή οι καιροί ζητούν οι άνθρωποι να έλθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον και να αφήσουν για λίγο τα ιδεολογήματα στην άκρη. Αυτά τα αλεξίπτωτα ιδεολογήματα του προηγούμενου αιώνα δεν είναι άλλωστε, που με τη διαβρωτική τους μανία μας έφεραν στη δύσκολη σημερινή θέση; Η εμπειρία της μετατροπής της Ελληνικής κοινωνίας σε Αγγλοσαξονική αποικία με την υπόκρουση Σοβιετικών τυμπάνων μάχης ας λείψει, έστω για ένα μικρό διάστημα. Ήρκεσε η περίοδος 1940-2010 για να εμπεδώσουμε αυτή την – αναπόφευκτη ίσως τότε – πολιτική γραμμή και τα αποτελέσματά της. «Δεξιά» και «Αριστερά» είναι δύο λέξεις σε μια πυξίδα που έχει απομαγνητιστεί εδώ και καιρό και αν η Ιστορία δικαιώνει κάποιες πολιτικές του παρελθόντος δεν αποδίδει σε αυτές και το δικαίωμα της μονιμότητας σε έναν τόσο ρευστό κόσμο.  Όποιος πραγματικά υποστηρίζει μια ιδεολογία το ξέρει αυτό.

Λίγο πιο συγκεκριμένα:

Ποιό είναι τελικά το αόρατο αυτό πρόβλημα που ταλανίζει το νου των περισσοτέρων, που τους ψυχαναγκάζει να ξεχνούν να χαμογελούν;  Τα κύρια μηνύματα που οι άνθρωποι του καιρού και του τόπου μας λαμβάνουν και εκπέμπουν καθημερινά είναι αμιγώς οικονομικού τύπου. Κανείς μας, από ό,τι φαίνεται, δεν έχει πλέον το δικαίωμα να ζήσει σε μια οργανωμένη κοινότητα χωρίς να δεχθεί σε μόνιμη βάση μηνύματα που τοποθετούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο επίκεντρό της ζωής της ίδιας. Ο σύγχρονος Ευρωπαίος πολίτης έχει απωλέσει το δικαίωμα μιας ημέρας χωρίς τιμολόγιο, ενός πρωϊνού ήλιου χωρίς απόδειξη και μιας εγκυμοσύνης ή ενός θανάτου χωρίς την ολοκληρωτική παρέμβαση της τοπικής Δ.Ο.Υ. Όλα τα άλλα ανήκουν στη σφαίρα του «εναλλακτικού»  τρόπου ζωής, του μη κανονικού δηλαδή, αφού και η κανονικότητα έχει νομισματική πλέον αφορμή ύπαρξης.

Μα όντως το χρήμα είναι ένα άριστο εργαλείο που μας δίνει το δικαίωμα σε βελτιωμένους όρους ζωής. Ας μην είμαστε αφελείς – οι μαζικές αντιδράσεις στον πιστωτικό οδοστρωτήρα  είναι ένας τρόπος αντίστασης ο οποίος πρέπει να σέβεται τους θεσμούς και την κοινωνία. Όμως κάθε τέτοια αντίσταση κινδυνεύει να καταντήσει ένα ακόμη στερεότυπο που ενοχοποιεί παρά ενδυναμώνει τους πολίτες και έχει  περιορισμένο βάρος, καθώς δεν μετασχηματίζει τίποτα στις καθημερινές συνήθειες του ατόμου. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να  επιτρέψουμε και να επιστρέψουμε το μέτρο στη ζωή μας. Το χρήμα είναι ένα εργαλείο και τίποτα περισσότερο. Σίγουρα το χρήμα δεν είναι χρόνος. Όχι για τον υποφαινόμενο τουλάχιστον.

Ας γίνουμε ακόμη πιο συγκεκριμένοι γεωπολιτικά:

Η Ελλάδα, μια χώρα με πλούσιο και παγκόσμια ορατό πολιτιστικό προσδιορισμό, τελεί επί του παρόντος υπό καθεστώς επιτήρησης, έχει δηλαδή απωλέσει την αυτοκυριαρχία της. Παροδική αυτή η κατάσταση ελπίζουμε όλοι όσοι αγαπούμε τον Ελληνισμό. Και τί σημαίνει αυτό για την αυτοδιοίκηση των τοπικών κοινωνιών; Σημαίνει πως οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν, οικονομικές και μη δεν θα αναγνωρίσουν από εδώ και πέρα τις ιδιαιτερότητες των κοινωνιών αυτών. Δεν χρειάζονται πια και ικανότητες ενόρασης για να διακρίνουμε πως οι πολιτικές εφαρμογές του εγγύς μέλλοντος στον τόπο μας θα τείνουν να αγνοούν παντελώς τις παραδοσιακές ανάγκες των πολιτών χάριν μίας θεωρητικής σταθερότητας, μιας πλαστής, μακιγιαρισμένης και φωτογραφημένης ευδαιμονίας. Όσοι έχουμε ζήσει και εργαστεί στην Ευρώπη βόρεια των Άλπεων έχουμε δει και αυτά και όσα ακολούθησαν αυτά.

Τέλος ας συγκεκριμενοποιήσουμε στις ίδιες τις Δημοτικές Εκλογές:

Ο ιδανικός ρόλος ενός Δήμου μέσα σε αυτό το κλίμα δεν μπορεί παρά να είναι παρεμβατικός, διορθωτικός και το δυνατόν ελεύθερος από κομματικές οδηγίες, προφανώς δε συμβατός με τους νόμους του κράτους, με ανεπιθύμητη εξαίρεση την περίπτωση όπου το ίδιο περιφρονεί το Δίκαιο και καταλύει τους νόμους του συστηματικά. Ένας ρόλος σοφού συμβιβασμού δηλαδή που θα επιτρέψει στον τόπο να διατηρήσει ό,τι τον κρατά ιδιαίτερο, περήφανο και ζωντανό χωρίς όμως να χαθεί και ο σαφής δεσμός με τις αμφίδρομες δομές στήριξης του κράτους στο οποίο ανήκει. Αυτός ο ρόλος χρειάζεται πάνω από όλα ευφυΐα και ευελιξία. Πράγματι χρειάζεται και την εμπειρία, σωστή όμως εμπειρία, όχι την εμπειρία της «προϋπόθεσης», του πολιτικού άβατου και της κινδυνολογίας και σίγουρα όχι την εμπειρία της κομματοτραφούς αναρρίχησης. Αυτή ας εκλείψει οριστικά από τον ορίζοντα γιατί δεν ωφελεί σε τίποτα. Όπως γράφει και ο Jurgen Habermas  «η ανασφάλεια του κινδύνου ανήκει στην ουσία της τρομοκρατίας».  Και η εμπειρία, το ξέρουμε όλοι αυτό, δεν είναι ζήτημα χρονολογίας  αλλά βιωματικής αντίληψης.

Ας συμφωνήσουμε να διαφωνούμε χωρίς εμπάθεια και εχθρότητα και ας βάλουμε λοιπόν μια τάξη στις προτεραιότητές μας:

  • Πάνω από την ιδιωτική ατζέντα, το κοινό καλό. Οι ανεξάρτητοι δεν ματαιοδοξούν χάριν φιλαρχίας ή εξουσιαστικών συνδρόμων, αλλά φιλοδοξούν αποκλειστικά να κάνουν τον τόπο μας καλύτερο.
  • Πάνω από την οικονομία, η οικολογία. Όχι σαν κόμμα ή ιδελογία αλλά σαν κεκτημένη πράξη όλων, σοσιαλιστών, φιλελευθέρων και λοιπών συνομοταξιών πολιτών. Γιατί μια οικολογία χωρίς συγκεκριμένη οικονομική θεώρηση μπορούμε να την φανταστούμε, το υγιές αντίστροφο όμως όχι. Και γιατί η οικονομία λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον και αυτό πρωτίστως πρέπει να μας απασχολεί να διαμορφώσουμε.
  • Πάνω από το γράμμα του Νόμου, το Πνεύμα του Νόμου. Γιατί η τυπικότητα δεν είναι μακριά από την τυπολατρεία και η νομοτυπία δεν απέχει πολύ από τον χαφιεδισμό.
  • Πάνω από τις ιεραρχικές και διοικητικές δομές οι άνθρωποί μας. Γιατί όλες οι ιδέες και όλοι οι θεσμοί του κόσμου δεν  αξίζουν μισό άνθρωπο.
  • Και τέλος, πάνω από όλα να κρατάμε γερά στη μνήμη και την ζωή μας τον ιστορικό πολιτισμό που κληρονομήσαμε από αυτούς που μας ήθελαν καλύτερους και όχι χειρότερούς τους. Κανένα χρηματικό ποσό, καμία ιδέα, καμία φιλοδοξία και καμία πραγματικότητα δεν αξίζει όσο τα όνειρα των – κατά τον Παλαμά – πραγματικών «κριτών μας, των αγέννητων και των νεκρών μας».

Παναγιώτης Δημόπουλος, μουσικός

υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος με τον Συνδυασμό «Δήμος Κοζάνης, τόπος να ζεις»

Διδάκτωρ μουσικής σύνθεσης του Πανεπιστημίου του York

διδάσκων στο Μουσικό Γυμνάσιο Σιάτιστας και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών